- δρομάς
- η (Α δρομάς, ο, η)νεοελλ.1. είδος καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας μόνο καμπούρας στη ράχη και από το πλαγιοδιποδικό της βάδισμα2. πτηνό με φτερά λευκά και μαύρα, με πολύ δυνατό ράμφος και μακριά πόδιααρχ.1. αυτός που τρέχει ή κινείται γρήγορα (α. «προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων» — ήρθα τρέχοντας από το σπίτιβ. «δρομάσι βλεφάροις» — στριφογυρίζοντας το βλέμμα)2. αυτός που περιπλανιέται τρέχοντας, μανιώδης3. ονομασία διαφόρων ψαριών4. αυτή που τρέχει να βρει πελάτες, η πόρνη.
Dictionary of Greek. 2013.