δρομάς

δρομάς
η (Α δρομάς, ο, η)
νεοελλ.
1. είδος καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας μόνο καμπούρας στη ράχη και από το πλαγιοδιποδικό της βάδισμα
2. πτηνό με φτερά λευκά και μαύρα, με πολύ δυνατό ράμφος και μακριά πόδια
αρχ.
1. αυτός που τρέχει ή κινείται γρήγορα (α. «προσέβην δρομὰς ἐξ οἴκων» — ήρθα τρέχοντας από το σπίτι
β. «δρομάσι βλεφάροις» — στριφογυρίζοντας το βλέμμα)
2. αυτός που περιπλανιέται τρέχοντας, μανιώδης
3. ονομασία διαφόρων ψαριών
4. αυτή που τρέχει να βρει πελάτες, η πόρνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρομάς — running masc/fem nom sg δρομά̱ς , δρομή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάδα — δρομάς running masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάδας — δρομάς running masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάδες — δρομάς running masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάδι — δρομάς running masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάδος — δρομάς running masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάδων — δρομάς running masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάσι — δρομάς running masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσιδρομάς — κλυσιδρομάς, ό, ἡ (Α) αυτός που σπεύδει να βρέξει κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυσι (< κλύζω), + δρομάς (< δρομάς < δρόμος), πρβλ. εκ δρομάς, περι δρομάς. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • δρομάδ' — δρομάδα , δρομάς running masc/fem acc sg δρομάδι , δρομάς running masc/fem dat sg δρομάδε , δρομάς running masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”